- ἀνηλεγής
- ἀνηλεγήςunconcernedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανηλεγής — ἀνηλεγής, ές (Α) άπονος, σκληρός … Dictionary of Greek
ἀνηλεγές — ἀνηλεγής unconcerned masc/fem voc sg ἀνηλεγής unconcerned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλεγέος — ἀνηλεγής unconcerned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλεγέως — ἀνηλεγής unconcerned adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αλέγω — ἀλέγω (Α) 1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι 2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι 3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… … Dictionary of Greek